Περιεμμηνόπαυση καλείται η μετάβαση από την αναπαραγωγική ηλικία στην εμμηνόπαυση, την οριστική, δηλαδή, διακοπή της περιόδου. Μπορεί να ξεκινήσει από την ηλικία των 40 ετών, ή και νωρίτερα και διαρκεί 8 έως 10 έτη, με μέσο όρο τα 4 έτη. Σε αυτή τη χρονική περίοδο οι ωοθήκες παράγουν σταδιακά ολοένα και λιγότερα οιστρογόνα και οδηγούνται στην τελική διακοπή παραγωγής οιστρογόνων, με την είσοδο, έτσι, της γυναίκας στην εμμηνόπαυση. Συνήθως, τα 2 τελευταία έτη της περιεμμηνόπαυσης η παραγωγή των οιστρογόνων από τις ωοθήκες ελαττώνεται πιο απότομα, οπότε μπορεί να εμφανιστούν και τα πρώτα συμπτώματα. Σε αυτό το διάστημα οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν περίοδο και είναι, θεωρητικά, ακόμη δυνατή η επίτευξη εγκυμοσύνης. Κατά την περιεμμηνόπαυση, ένα σύνηθες σύμπτωμα είναι οι διαταραχές στην περίοδο (μεγαλύτεροι ή μικρότεροι κύκλοι, με περισσότερο ή λιγότερο αίμα από το συνηθισμένο) και συχνά διακοπή της έμμηνου ρύσεως για 2 έως 3 μήνες. Αυτή η διαταραχή στον κύκλο είναι ενδεικτική ότι η γυναίκα βρίσκεται στην όψιμη περιεμμηνόπαυση. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν, εξάψεις, διαταραχές ύπνου και διάθεσης, συχνές ουρολοιμώξεις, κολπική ξηρότητα, υπογονιμότητα, σταδιακή απώλεια της σεξουαλικής διάθεσης, επιδείνωση του προεμμηνορυσιακού συνδρόμου, πρήξιμο στους μαστούς, αύξηση του σωματικού βάρους και πιθανή αύξηση των επιπέδων της χοληστερόλης. Κάποιες γυναίκες δεν θα εμφανίσουν κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα, κάποιες θα εμφανίσουν ήπια συμπτώματα, ενώ λίγες θα εμφανίσουν πλήρη συμπτωματολογία και θα αναζητήσουν ιατρική βοήθεια. Η περιεμμηνόπαυση, είναι μία φυσιολογική διαδικασία και εμφανίζει μεγάλη ετερογένεια τόσο στη διάρκειά της, όσο και στους τρόπους που εμφανίζεται.