Η λαπαροσκόπηση είναι μία χειρουργική μέθοδος, που χρησιμοποιεί μικρές οπές στην κοιλιακή χώρα, σε αντίθεση με τη μεγάλη τομή της λαπαροτομίας, της κλασσικής, δηλαδή, ”ανοικτής” χειρουργικής μεθόδου. Διαμέσου μίας μικρής οπής, συνήθως στην ομφαλική περιοχή, εισάγεται στην κοιλιακή κοιλότητα το λαπαροσκόπιο, το οποίο φέρει μία κάμερα και επιτρέπει την επισκόπηση των οργάνων της κοιλίας, με προβολή της εικόνας σε οθόνες υψηλής ανάλυσης. Η λαπαροσκόπηση γίνεται, συνήθως, υπό γενική αναισθησία, και διακρίνεται στη διαγνωστική λαπαροσκόπηση, όπου γίνεται απλά επισκόπηση των οργάνων και την επεμβατική λαπαροσκόπηση, όπου διαμέσου και άλλων οπών της κοιλιακής χώρας, εισάγονται μικροεργαλεία, που επιτρέπουν στον χειρουργό να προχωρήσει με ασφάλεια σε μία μεγάλη γκάμα επεμβάσεων. Εάν τα εργαλεία εισάγονται από την ίδια οπή με αυτή που εισάγεται το λαπαροσκόπιο, τότε η επέμβαση καλείται single-site laparoscopy (λαπαροσκόπηση της μιας οπής). Για να είναι δυνατή η επέμβαση απαιτείται να δημιουργηθεί πνευμοπεριτόναιο, να φουσκώσει, δηλαδή, η κοιλιακή κοιλότητα με CO2, ώστε να μπορέσει ο χειρουργός, με ασφάλεια, να εκτελέσει τους χρόνους της επέμβασης. Η λαπαροσκόπηση ξεκίνησε ως μέθοδος να εφαρμόζεται σε γυναικολογικά χειρουργεία και έκτοτε τα σαφή της πλεονεκτήματα και η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, οδήγησαν στην εφαρμογή της και σε χειρουργεία άλλων ειδικοτήτων, καθιστώντας την, πλέον, εδραιωμένη μέθοδο παγκοσμίως.